ἀναμύω

ἀναμύω
ἀναμύω,
A open the eyes, opp. συμμύω, AB391, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναμύω — (Α ἀναμύω) μσν. νεοελλ. ανοίγω τα μάτια μου, αναβλέπω νεοελλ. αναδίνω βλαστούς, φυτρώνω, βλαστάνω αρχ. ανοίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * στερ. + μύω «είμαι κλειστός, κλείνω» (για τα μάτια, για το στόμα κ.λπ.)] …   Dictionary of Greek

  • ανάμυστος — η, ο αυτός που δεν βλάστησε, αβλάστητος, αφύτρωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αναμυστός < αναμύω «βλαστάνω, φυτρώνω». Η αρνητική σημασία προήλθε από τον αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”